χλωροκίνη

χλωροκίνη
η, Ν
(φαρμ.-χημ.) δικυκλική αρωματική οργανική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τής κινολίνης, που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική για την καταπολέμηση τής ελονοσίας και τής αμοιβάδωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloroquine < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + quin[olin]e (πρβλ. κινολίνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”