- χλωροκίνη
- η, Ν(φαρμ.-χημ.) δικυκλική αρωματική οργανική ένωση, μονοχλωριωμένο παράγωγο τής κινολίνης, που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική για την καταπολέμηση τής ελονοσίας και τής αμοιβάδωσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloroquine < chloro- (< χλωρ[ο]-*) + quin[olin]e (πρβλ. κινολίνη)].
Dictionary of Greek. 2013.